- κοπροστασία
- ηβλ. κοπρόσταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοπρόσταση — και κοπροστασία, η ιατρ. παρατεταμένη παραμονή κοπρανωδών μαζών στο παχύ έντερο σε περίπτωση ειλεού, μεγακόλου ή λόγω αδρανείας τού εντέρου κατά τη γεροντική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprostasis < copro (πρβλ. κόπρος) +… … Dictionary of Greek
κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… … Dictionary of Greek